μακρόρραμφος

μακρόρραμφος
ο
ζωολ. γένος γαστερόμορφων οστεϊχθύων τής οικογένειας macrorhamphosidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrorhamphus < macro- (< μακρ[ο]-*) + -rhamphus (< ράμφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγγναθόμορφοι — οι, Ν ζωολ. τάξη ή υποτάξη γαστερόστεων ιχθύων με 40 περίπου είδη, μεταξύ των οποίων είναι ο μακρόρραμφος, ο ιππόκαμπος και οι σύγγναθοι, αλλ. συγγναθοειδείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”